βιογράφος

βιογράφος
ο
ο συγγραφέας βιογραφίας: Διαπρέπει ως βιογράφος ιστορικών προσώπων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιογράφος — ο συγγραφέας βιογραφίας ή βιογραφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + γραφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Φίλιππο Ιωάννου (πρβλ. αγγλ. biographer)] …   Dictionary of Greek

  • Μπόσγουελ, Τζέιμς — (James Boswell, Εδιμβούργο 1740 – Λονδίνο 1795). Σκοτσέζος βιογράφος και συγγραφέας. Γιος δικαστή, σπούδασε νομικά στο Εδιμβούργο και στη Γλασκόβη, αλλά το όνειρό του ήταν να σταδιοδρομήσει στο Λονδίνο, να μπει στο Κοινοβούλιο, να ζει στο κέντρο… …   Dictionary of Greek

  • Христопулос, Афанасиос — Афанасиос Христопулос Афанасиос Христопулос (греч. Αθανάσιος Χριστόπουλος, Кастория май 1772 года  Бухарест 19 января …   Википедия

  • Biografía — ► sustantivo femenino 1 Historia de la vida de una persona: ■ en su biografía hay episodios que nunca han quedado claros. 2 CINE, LITERATURA Obra que narra la vida de una persona: ■ su última película es una biografía del presidente Lincoln. * *… …   Enciclopedia Universal

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και …   Dictionary of Greek

  • Σάτυρος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη… …   Dictionary of Greek

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”